- πασπαλέτης
- πασπᾰλέτης, ου, ὁ,A = κεγχραλέτης, Gal.19.128.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πασπαλέτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασπαλέτης — ὁ, Α ο κεγχραλέτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *πασπαλαλέτης, με απλολογία (< πάσπαλος + ἀλέτης < ἀλέω «αλέθω»)] … Dictionary of Greek